«Στο προσφυγικό δεν κατεβάσαμε μόνο τις φωτογραφικές μας μηχανές. Κατεβάσαμε τα μάτια.»
Συναντιόμαστε σ’ένα καφέ στην οδό Τσαμαδού. Είναι Παρασκευή βράδυ, περασμένες οκτώ.
«Άμα ξυπνήσω και με δω γουλί, την έχεις βάψει! Θα δουλέψεις τοπικά γιατί το μαλλί μου το ‘χω φετίχ από πιτσιρικάς». Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είπε στον νευροχειρουργό πριν την επέμβαση στο κρανίο του, που «μπήκε ενάμισι εκατοστό μέσα» από το γκλοπ ενός αστυνομικού. Γελάει, ανακατεύει λίγο τα μαλλιά και μου δείχνει το σημείο. Έτσι όπως σηκώνει το χέρι του, παρατηρώ τα βραχιολάκια που φοράει. «Το ίδιο χρώμα έχει και αυτός ο τύπος», λέω από μέσα μου. «Χρωματιστό».
Ο Μάριος Λώλος διηγείται ιστορίες με τις φωτογραφίες του από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. «Θα γίνω φωτορεπόρτερ» δήλωσε στον πατέρα του. Παραιτήθηκε από την υπηρεσία στην οποία είχε διοριστεί ως γεωπόνος γιατί «δεν τον έπαιρνε». «Ποιος, εγώ, γεωπόνος!;». «Τύπωνε μόνος του, εμφάνιζε μόνος του και ξεκίνησε να ψάχνει δουλειά στο αντικείμενο με πολύ μικρή εμπειρία του τι παίζει».
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά συνεχίζει να κρεμάει τη φωτογραφική μηχανή στο λαιμό του, να «βγαίνει έξω στο δρόμο» και να «μπαίνει στις ιστορίες των ανθρώπων». Είναι άλλωστε αυτή, που κάποιες φορές «μ΄ένα μαγικό τρόπο λειτουργεί σαν τείχος για να μην φρικάρει». Αφού του θυμίζει ότι: «αυτή τη στιγμή εγώ δουλεύω». Άλλοι βέβαια «την βλέπουν σαν φονικό όπλο». Γι’αυτούς έχει μόνο να προτείνει «group therapy» γιατί «δεν πρόκειται να σταματήσει να τραβάει».
Κλικ πρώτο: «Η Ευρώπη αντιμετωπίζει το προσφυγικό, λες και δεν έχει περάσει Διαφωτισμό»
Καθόμαστε σ’ένα γωνιακό τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα. Φοράει ένα γαλάζιο πουκάμισο και τζιν παντελόνι.Τα μαλλιά του φτάνουν μέχρι τον ώμο, φοράει ένα κρεμαστό στο λαιμό, κρικάκι στο αυτί, δαχτυλίδια στα χέρια του. Σου δίνει πολλά ερεθίσματα για να παρατηρήσεις πάνω του. Αλλά το βλέμμα μου μένει στα μάτια του. Γαλάζια και καθαρά δικαιολογούν απόλυτα τη φράση που θα μου πει αργότερα: «εκεί που οι άλλοι τρέχουν να φύγουν, αυτός πηγαίνει».
Το πρώτο πράγμα που τον ρωτάω είναι τι τον «ιντριγκάρει» στη δουλειά του.
«Το ότι οι φωτογραφίες μας έχουν πρόσωπο. Μιλάμε για ανθρώπινες ψυχές». Γι’αυτό «χρειάζεται να ξεφύγουμε από τη λογική του αριθμού. Η επανάληψη ενός αριθμού οδηγεί σε συνήθεια και κτηνοποίηση. Δε θα σου κάνει εντύπωση αν μάθεις ότι πνίγηκαν άλλοι πενήντα στο Αιγαίο».
Αναφέρεται βέβαια στο προσφυγικό, που «συνεχίζει να το φωτογραφίζει με μανία» αλλά «αξιοπρεπή μεταχείριση της ελληνικής πολιτείας απέναντι στον πρόσφυγα δεν έχει δει».
Aνάβει τσιγάρο . Περιμένουμε να σταματήσει ο θόρυβος από τη μηχανή του καφέ και ξεκινάει να μου λέει μια ιστορία.
Για «ανθρώπους που τους έχουν μαντρώσει σ’αυτά τα υπέροχα camps». Ή αλλιώς «κλουβιά, σαν αυτά στην Χίο» που «όμως δεν τα λέμε κλουβιά γιατί δεν έχουν σκέπαστρο!».
Για τη «λογική της αποτροπής». Ή αλλιώς «τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας».
«-Δηλαδή;».
«Ο πρόσφυγας θέλει να περάσει στην Ελλάδα για μια καλύτερη μοίρα αλλά ξέρει τι γίνεται εδώ. Γιατί να έρθει; Έτσι μένει στην ασφαλή χώρα που λέγεται Τουρκία. Άρα η Ευρώπη είναι μια χαρά, δεν μας κουβαλιούνται. Αυτό δε θέλουμε;».
Για «τα εκατομμύρια που έχουν πέσει από την Ευρώπη» και «δεν πάνε στους πρόσφυγες». «Είναι μια τρελή μπίζνα σε βάρος τους. Αν με τόσα χρήματα δεν μπορείς να τους αφομοιώσεις, τότε είσαι ανίκανος».
«-Πώς μπορείς να τους αφομοιώσεις;»
«Στις χώρες τους κάτι ήξεραν και έκαναν, δεν ήταν κάτω από τις γέφυρες. Τι ξέρεις να κάνεις; Τι διαφορετικό έχει εδώ που δεν το ξέρεις για να το μάθεις;».
«Αν θες να τους εντάξεις στην ελληνική κοινωνία το ζητούμενο δεν είναι να φτιάχνεις γκέτο είτε μέσα είτε έξω από την πόλη. Αλλά να μπουν σε σπίτια, να αναμειχθούν με τους ντόπιους και να έχουν την ιδιωτικότητά τους , κάτι που στα camps δεν υπάρχει». «Διαφορετικά, ρίχνεις νερό στο μύλο των χρυσαυγιτών».
«Ξέρεις πόσες χιλιάδες είναι στοιβαγμένοι στα νησιά; Όταν ο άλλος για ένα χρόνο δεν κάνει τίποτα στη ζωή του και δεν έχεις κάποιο σχεδιασμό για το τι θα μπορούσε να κάνει, αρχίζει να φρικάρει. Θα κάνει κάτι παραβατικό. Εκεί βρίσκουν ευκαιρία οι φασίστες και ξεκινούν το ψηστήρι».
«Τον μαντρώνεις, στο τέλος του δίνεις άσυλο και μετά τον πετάς στα θηρία και του λες: ζήσε!»
Κλικ δεύτερο: «Την Ειδομένη την κουβαλάω μέσα μου και θεωρώ ότι είναι μια τρύπα στη γεωγραφία»
Μία ώρα. «Τόσος είναι ο χρόνος που σου επιτρέπουν να δουλέψεις μέσα στο camp» και θα μπεις όταν θέλουν εκείνοι να μπεις. «Στη Μαλακάσα δε μου επέτρεψαν να μπω όσο είχαν ακόμη σκηνές και το χειμώνα στα χιόνια έμεναν ακόμη σε σκηνές».
Ο Μάριος «παραβιάζει» τον χρόνο γιατί «μόνο μιάμιση ώρα χρειάζεσαι για να μιλήσεις με τον άλλον και να συνεννοηθείς».
Στην Ειδομένη «έχει φάει φαγητό που μαγείρευαν κάτω, έχει καπνίσει από αυτοσχέδιο ναργιλέ σε μπουκαλάκι νερού, έχει πιει καφέ μαζί τους».
«Σε καλούν οι ίδιοι και δεν γίνεται να μην πας». «Θα βγάλεις τα παπούτσια, θα μπεις μέσα στο κοντέινερ και θα κάτσεις με τον Αφγανό, που το παιδί του έχει κάτι σημάδια στο πρόσωπο που δεν ξέρεις τι είναι και θα μιλήσετε».
«Οπότε μπαίνεις μέσα στην ιστορία του άλλου, θέλεις δε θέλεις. Οι εικόνες που δημοσιεύουμε στα μέσα είναι αυτές που έχουμε σαν παιδιά μας, έγιναν δεκαοκτώ και τις επικοινωνείς στην κοινωνία. Κουβαλάμε όμως μέσα μας τις εικόνες αυτές που δεν τραβήξαμε».
«Η φωτογραφική μηχανή λειτουργεί σαν γυαλί την ώρα που δουλεύεις, αλλά σου σκάει το βράδυ που πας να κοιμηθείς».
«Το πρόβλημα με τους φωτορεπόρτερ είναι ότι γυρνάς από κάτι δύσκολο και δεν προλαβαίνεις να το δουλέψεις. Το σπρώχνεις πίσω από το χαλάκι για να μη σε τρελάνει, για να κάνεις χώρο για το καινούργιο. Αυτό γίνεται πολλές φορές και αν δεν το δουλεύεις είτε μόνος σου είτε με κάποιον ειδικό, καίγεσαι».
«Μετά από μια εμπόλεμη ζώνη, πρέπει να αποφορτιστείς γιατί συνηθίζεις τη φρίκη του πολέμου και μπορεί να κάνεις καμιά βλακεία και να σκοτωθείς κι εσύ. Στην Ελλάδα έρχεσαι πίσω και βλέπεις μνημόνιο και κλειστά μαγαζιά».
Κλικ τρίτο: «Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε»
Εκείνος βλέπει τον αγώνα μπάσκετ «Παναθηναΐκός-ΠΑΟΚ». Στο ισόγειο του νοσοκομείου ωστόσο, ακούγονται συνθήματα: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι».
Είναι η επόμενη μέρα από την αυτοκτονία του συνταξιούχου Δημήτρη Χριστούλα στο Σύνταγμα, 5 Απριλίου 2012.
Οι φωτορεπόρτερ είναι στην πλευρά των διαδηλωτών και αυτό «δεν αρέσει στην αστυνομία».
Αφού έχει τελειώσει η πορεία, ο Μάριος δέχεται χτύπημα στο κεφάλι με ανάποδο γκλοπ. Αλάρμ για να πάει στο νοσοκομείο δεν είναι ο πόνος αλλά ότι χάνει την αφή του.
«Ένα χιλιοστό ακόμη και θα είχες πεθάνει. Αυτές οι βελονίτσες που βλέπεις δεν είναι βελονίτσες αλλά σπασμένα κόκκαλα και αυτό το μαύρο είναι αίμα που έχει χυθεί μέσα στον εγκέφαλό σου», του λέει ο γιατρός.
Την επόμενη μέρα μεταφέρεται με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο «Υγεία» όπου και μπαίνει αμέσως στο χειρουργείο.
Ο ίδιος δεν έχει καταλάβει «γιατί το ασθενοφόρο τρέχει και πάει με σειρήνα». «Το βλέπει όλο σαν ταινία».
«Πριν μπω στο χειρουργείο είπα δύο πράγματα στο γιατρό, ένα αστείο κι ένα σοβαρό». Το αστείο ήταν να μη διανοηθεί να ξυρίσει το κεφάλι του. Το σοβαρό ήταν να μην τον ξυπνήσει καθόλου αν είναι να ξυπνήσει «σε καρέκλα».
Η μήνυση που έκανε για το χτύπημα που δέχτηκε, όπως και «όλες οι ΕΔΕ που αφορούν σε αστυνομικούς», είναι μέχρι και σήμερα στο αρχείο.
Γι’αυτό και ο Μανώλης Κυπραίος που «έσκασε μια κρότου-λάμψης στο πρόσωπό του και από τότε έχει αλλάξει η ζωή του», ονόμασε τις ΕΔΕ: «Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε».
«Αυτός που με χτύπησε ήξερε ποιος είμαι. Όμως ένας αστυνομικός, δεν είναι κουκουλοφόρος, είναι μέρος της εκτελεστικής εξουσίας και είναι αδιανόητο να χτυπάει έναν φωτορεπόρτερ».
*ΕΔΕ: Ένορκη Διοικητική Εξέταση
Κλικ τέταρτο: «Η ελληνική κοινωνία είναι διαλυμένη»
«Ο Έλληνας έχει γονατίσει τόσα χρόνια με το μνημόνιο, δε βλέπει οικονομική διέξοδο και εκεί έρχονται οι φασίστες. Βρίσκουν πάτημα και ξαναγειώνονται. Τα μέσα τους παρουσιάζουν σαν αγανακτισμένους πολίτες. Για όλο τον κόσμο είναι Κυριακή, για μας είναι Σάββατο».
«Τα μίντια ήταν ο πρώτος κλάδος που χτυπήθηκε με λύσσα για να φτιαχτούν παπαγαλάκια και σαν σωματεία χάσαμε όλες τις μάχες. Ατομικές συμβάσεις, μαζικές απολύσεις, αν δεν υπέγραφες ατομική σύμβαση έφευγες. Υπάρχει τεράστια ανεργία στον κλάδο και τεράστια είναι η ευθύνη της ΕΣΗΕΑ που θέλει να διατηρήσει τα οφίτσιά της».
Τι προτείνει; Να φτιαχτεί ένα ενιαίο συνδικάτο τύπου. «Το 2009 είχα πάει στη Γάζα που βομβαρδίζανε. Οι Παλαιστίνιοι χώρα δεν είχανε, συνδικάτο τύπου είχανε».
Κλικ πέμπτο: «Αυτοοργάνωση»
Φορούσε μπουφάν μηχανής, αθλητικά παπούτσια και είχε τη φωτογραφική μηχανή στο λαιμό. Όση ώρα δεν φωτογράφιζε, μοίραζε φαγητό στο προαύλιο του ΣυνΑθηνά μαζί με την ομάδα του STEPS. Αυτό έκανε ο Μάριος το απόγευμα που τον γνώρισα. Αυτό προτείνει και ως απάντηση στη σημερινή πραγματικότητα.
Την αλληλεγγύη. «Αυτό είναι δουλειά της πολιτείας αλλά επειδή δεν το κάνει, το κάνουν οι αυτοοργανωμένες δομές στο μέτρο που μπορούν».
«Το STEPS τι κάνει; Έχει μια βασική αρχή: Δε με νοιάζει αν είσαι Έλληνας, Αφγανός, lesbian, gay, ξέρω ότι χρειάζεσαι φαΐ, ότι θέλεις να πλύνεις τα ρούχα σου, δεν σε καταγράφω, δεν σε φακελώνω κι άμα χρειάζεσαι βοήθεια, ζήτησέ μου τη. Είμαι εδώ».
Κλείνουμε τη συνέντευξη με δυο εικόνες. Η πρώτη έχει να κάνει με τη συναισθηματική φόρτιση του φωτορεπόρτερ. Ένα κατάξανθο κοριτσάκι 5 χρόνων στη Βοσνία που για μια εβδομάδα έτρωγε χώμα και έβλεπε νεκρούς τους γονείς της. «Ό,τι κάδρο και να έκανα, ό,τι φως και να είχε, δεν μπορούσα με τίποτα να φωτογραφήσω αυτή την κενότητα σ’ένα παιδικό πρόσωπο». «Εγώ αυτή την εικόνα κουβαλάω μέσα μου».
Η δεύτερη έχει να κάνει με την αποφόρτιση από την ένταση. Είναι καλοκαίρι στη Γαύδο. Εκεί ο Μάριος «ανοίγει τη δική του βαλβίδα στη χύτρα». «Γειώνεται κάτω από τον κέδρο».
Ο Νικόλας Άσιμος σε ένα στίχο στο «Venceremos» λέει: «Θες να αγγίξεις την αλήθεια; Για βγες απ’όξω από τη συνήθεια». Σ’ευχαριστώ Μάριε.
*Ο Μάριος Λώλος είναι πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας και αυτή τη στιγμή δουλεύει για το κινεζικό πρακτορείο «Xinhua News Agency». Είναι μέρος των «NoBorders», μια αυτοοργανωμένη ομάδα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες.
Συνέντευξη: Μαρία Νησωτάκη – © Steps 2017